Η ιστορία και ενδιαφέρουσες πληροφορίες για το Μάτσου Πίτσου
Ήταν το 1911 όταν ο Αμερικανός Hiram Bingham, χαρακτηριζόμενος από πολλούς ως ο πραγματικός Ιντιάνα Τζόουνς, εξερευνούσε τα ορεινά τροπικά δάση του Περού. Κυνηγούσε ένα θρύλο, ότι μια ολόκληρη πόλη, βρίσκεται κάπου κρυμμένη στις περουβιανές Άνδεις.
Μετά από μια πληροφορία που έλαβε από ντόπιους, αποφάσισε να σκαρφαλώσει στο φαράγγι της Ουρουμπάμπα. Αργότερα ο ίδιος γράφει, για το πώς ξεκίνησε να διασχίζει πυκνό τροπικό δάσος, που περιτριγυρίζεται από ψηλές χιονισμένες κορυφές, με τον ήχο του ποταμού να περνά το φαράγγι 700 μέτρα πιο χαμηλά. Παλεύοντας με τη νόσο του υψομέτρου, συνέχισε να ανεβαίνει στο απίστευτο αυτό τοπίο, ώσπου αντίκρυσε με τα μάτια του ένα θέαμα που σίγουρα θα του έκοψε την ανάσα. Ένας λαβύρινθος από αρχαία τείχη, ερείπια σπιτιών, παλάτια, ναοί και γιγάντιες πέτρες περίτεχνα τοποθετημένες στα πιο απίθανα σημεία. Όσο ο Bingham και η ομάδα του εξερευνούσαν τη περιοχή, τόσο περισσότερο συνειδητοποιούσαν ότι αυτά ήταν ίσως τα μεγαλύτερα και πιο σημαντικά ερείπια που ανακαλύφθηκαν στη νότια Αμερική.
Πράγματι, τα ερείπια που ανακάλυψαν ήταν τα απομεινάρια ενός σπουδαίου πολιτισμού, μιας αυτοκρατορίας που απλωνόταν σε όλη τη νότια Αμερική και έμεινε γνωστή στην ιστορία ως “Ίνκας”. Για τέσσερις σχεδόν αιώνες μετά την εισβολή των Ισπανών στο Περού, ο μοναδικός αυτός οικισμός είχε παραμείνει εγκαταλελειμένος, σαν ένα καλά κρυμμένο μυστικό μιας άλλης εποχής. Σήμερα αποτελεί ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα και ξεχωριστά μέρη του κοσμου, γνωστό ως Μάτσου Πίτσου.
Το Μάτσου Πίτσου, είναι μέχρι σήμερα ένα από τα μεγαλύτερα μυστήρια της ανθρωπότητας. Οι γιγάντιες πέτρες που χρησιμοποιήθηκαν για τη κατασκευή των οικισμών, έρχονται από ένα διπλανό βουνό, δεκάδες χιλιόμετρα μακριά. Οι Ίνκας δεν χρησιμοποιούσαν τροχούς, ζώα ή μεταλλικά εργαλεία, και το σύντομο διάστημα της αυτοκρατορίας τους δε μπορεί να εξηγήσει πως μετέφεραν αυτό το φορτίο σε τόσο μεγάλη απόσταση. Ήταν τόσο ικανοί τεχνιτες, όπου εναποθέτοντας περίτεχνα τη μια πέτρα πάνω στην άλλη, και χωρίς κανένα άλλο επιπλέον υλικό δημιούργησαν κατασκευές που άντεξαν στη μεγάλη σεισμική δραστηριότητα της περιοχής, και δεν επέτρεπαν ανάμεσα στις πέτρες κενό ούτε για μια καρφίτσα!
Ακόμη, δε γνωρίζουμε ποιος ήταν ο πραγματικός σκοπός του Μάτσου Πίτσου. Όπως φαίνεται το Μάτσου Πίτσου δεν ήταν μια πόλη σαν τις υπόλοιπες των Ίνκας. Η δύσκολη πρόσβαση, η λιγοστή καλλιεργήσιμη γη και ο περιορισμένος αριθμός κατοικιών μειώνει αυτή τη πιθανότητα. Οι περισσότεροι ερευνητές θεωρούν ότι οι Ίνκας χρησιμοποίησαν τη συγκεκριμένη περιοχή ως τόπο λατρείας και ως αστρονομικό κέντρο. Εκτός από σπουδαίοι τεχνίτες, τρομεροί γεωργοί και πολεμιστές οι Ίνκας κατείχαν μοναδικές αστρονομικές γνώσεις. Παράδειγμα αποτελεί η ιερή πέτρα Intihuantana όπου δύο φορές το χρόνο, κατά την ισομέρεια, οι ακτίνες του ήλιου πέφτουν ακριβώς κάθετα και προκαλούν την έλλειψη σκιάς. Άλλο ένα μυστήριο για το πώς γνώριζαν αυτό το φαινόμενο οι κάτοικοι του σπουδαίου αυτού πολιτισμού.
Σήμερα, το Μάτσου Πίτσου είναι το πιο επισκέψιμο μνημείο του Περού με περισσότερους από 600 χιλιάδες επισκέπτες να καταφτάνουν στη δύσβατη περιοχή κάθε χρόνο.
Πως να φτάσεις στο Μάτσου Πίτσου.
Τη πρωτεύουσα και το σημαντικότερο κέντρο της αυτοκρατορίας των Ίνκας αποτελούσε η πόλη του Κούσκο. Στο σήμερα, η όμορφη και γραφική πόλη του Κούσκο είναι συνήθως η αφετηρία για τους επισκέπτες που φιλοδοξούν να φτάσουν στο Μάτσου Πίτσου.
Υπάρχει περιορισμένος αριθμός ατόμων που μπορούν καθημερινά να επισκεφτούν το Μάτσου Πίτσου. Χίλια εισιτήρια διατίθενται καθημερινά ηλεκτρονικά, και οι κρατήσεις εξαντλούνται συνήθως αρκετές εβδομάδες νωρίτερα από τη καθε ημερομηνία. Επιπλέον χίλια εισιτήρια διατίθενται καθημερινά στην είσοδο του μνημείου, αλλά λόγω της μεγάλης ζήτησης και των ουρών που σχηματίζονται κάθε πρωί, υπάρχει η πιθανότητα για τον επισκέπτη να μη προλάβει το εισιτήριο του και να χρειαστεί να περιμένει στη περιοχή μια επιπλέον ημέρα.
Ο πιο εύκολος και διαδεδομένος τρόπος που επιλέγουν συνήθως οι ταξιδιώτες για να φτάσουν στο Μάτσου Πίτσου είναι το τρένο που αναχωρεί καθημερινά, ή κάποιο ιδιωτικό λεωφορείο που παρέχεται από τα αναρίθμητα ταξιδιωτικά γραφεία της περιοχής. Το τρένο ακολουθεί μια όμορφη διαδρομή στην ιερή κοιλάδα των Ίνκας, και προσφέρει εντυπωσιακή θέα καθώς και στις δύο πλευρές του έχει μεγάλα γυάλινα παράθυρα. Αποτελεί ωστόσο και την ακριβότερη επιλογή καθώς τα φθηνότερα εισιτήρια ξεκινούν από 100 ευρώ ενώ μπορεί να φτάσουν μέχρι και τα 500 ευρώ! Ακόμη, πρέπει να κλείσεις τη θέση σου αρκετές ημερες/εβδομάδες νωρίτερα, καθώς τα εισιτήρια εξαντλούνται γρήγορα, ειδικά στους καλοκαιρινούς μήνες. Η μεταφορά με ταξιδιωτικό γραφείο είναι αρκετά πιο οικονομική και κυμαίνεται περίπου στα 50-70 ευρω, περιλαμβάνοντας τον ξεναγό. Στη τιμή δε συμπεριλαμβάνεται το κόστος εισόδου στο Μάτσου Πίτσου, που ανέρχεται περίπου στα 40 ευρώ.
Για τους πιο περιπετειώδης ταξιδιώτες, υπάρχουν διαφορετικες διαδρομές όπου μπορείς να επιλέξεις και να περπατήσεις μέχρι το Μάτσου Πίτσου. Η πιο διάσημη από αυτές είναι η διαδρομή των Ίνκας, όπου μπορείς να τη διασχίσεις μόνο με οδηγό αφού κάνεις κράτηση αρκετό καιρό πριν. Το κόστος της λόγω της μεγάλης ζήτησης είναι ωστόσο αρκετά υψηλό. Μια εναλλακτική και λιγότερο πολυάσχολη διαδρομή, την οποία κατέληξα να επιλέξω, είναι η πεζοπορία Σαλκαντάϊ. Στη τετραήμερη αυτή πεζοπορία, την οποία μπορείς να ακολουθήσεις μόνος χωρίς την ανάγκη ξεναγού, θα περάσεις από το επιβλητικό ομώνυμο βουνό Σαλκαντάϊ. Στις 4 αυτές ημέρες θα βρεθείς σε εντελώς διαφορετικά φυσικά τοπία (από χιονισμένα βουνά μέχρι πυκνή ζούγκλα), θα γνωρίσεις μνημεία και ερείπια των Ίνκας και με λίγη τύχη θα αντικρίσεις τη μεγαλη βιοποικιλότητα της περιοχής. Κυρίως όμως θα χτίσεις τον ενθουσιασμό και τη προσμονή για να τερματίσεις την πεζοπορία σου στο θαύμα του Μάτσου Πίτσου. Η διαδρομή Σαλκαντάϊ θα μπορούσε να χαρακτηριστεί μέτριας δυσκολίας, με μέσο υψόμετρο περίπου τα 3000 μέτρα. Στα προκαθορισμένα σημεία που μπορείς να διανυκτερεύσεις, θα βρεις επιλογές διαμονής και διατροφής καθώς και θα γνωρίσεις ενδιαφέροντες συνταξιδιώτες από όλο το κόσμο. Παρακάτω θα περιγράψω το τι μπορείς να περιμένεις σε κάθε ημέρα αυτής της περιπέτειας, και πως μπορείς να προετοιμαστείς καλύτερα για αυτή.
Ημέρα πρώτη της πεζοπορίας Σαλκαντάϊ: Από το Κούσκο στη Σοραϊπάμπα.
Η πρώτη ημέρα της πεζοπορίας ξεκίνησε με πρωινό ξύπνημα στο Κούσκο. Στις 05.00 περίπου το πρωί αναχωρούν τα collectivos, μίνι βαν, από το σχετικό σταθμό με προορισμό τη Mollepata, δηλαδή το χωριό που αποτελεί την έναρξη της διαδρομής. Στο Google maps υπάρχει ξεκάθαρα η διεύθυνση για να βρεις τα συγκεκριμένα collectivos. Μετά από 2-3 ώρες οδήγησης θα φτάσεις στο πρώτο αυτό προορισμό, όπου θα πρέπει να πληρώσεις για την είσοδο στο εθνικό πάρκο (κόστος 8 ευρώ). Από εκεί, είναι εύκολο να βρεις το δρόμο που θα ακολουθήσεις για τη πεζοπορία.
Η πρώτη ημέρα είναι σχετικά ευκολη, με μικρές υψομετρικές διακυμάνσεις και καλά χαραγμένο δρόμο. Μετά από 2-3 ώρες περπάτημα, και διασχίζοντας όμορφο τοπίο δίπλα σε ένα μικρό ρυάκι θα καταλήξεις στη πρώτη στάση της ημέρας, τη Σοραϊπάμπα. Η Σοραϊπάμπα δεν είναι κάποιο χωριό, αλλά περισσότερο ένας καθιερωμένος χώρος με διάφορα κάμπινγκ και επιλογές για διαμονή, σε υψόμετρο 3900 μέτρα με όμορφη θέα στα τριγύρω βουνά. Ήδη το τοπίο σε έκανε να νιώσεις ότι βρίσκεσαι σε ένα απομονωμένο και ξεχωριστό μέρος.
Εάν επιθυμείς να κατασκηνώσεις θα βρεις μερικά μέρη που παρέχουν σκηνή, στρώμα και υπνόσακο για 5 περίπου ευρώ. Υπάρχει η δυνατότητα για κοινόχρηστα δωμάτια με κόστος 7 περίπου ευρώ, ενώ ιδιωτικά μικρά σπιτάκια μπορούν να ενοικιαστούν για ένα βράδυ από 12 μέχρι 25 περίπου ευρώ ανά άτομο.
Εγώ και τρεις ακόμη φίλοι, αφήσαμε τα σακίδια μας στο δωμάτιο μας, και μετά από ένα μεσημεριανό με τα σάντουιτς που είχαμε ετοιμάσει από τη προηγούμενη μερα αποφασίσαμε να επισκεφτούμε τη κοντινή λιμνη Humantay. Μετά από μια περίπου ώρα απότομης ανάβασης αντικρυσαμε τα κρυστάλλινα νερά της εντυπωσιακής λίμνης.
Συνήθως η λίμνη Humantay αποτελεί ένα διάσημο πόλο έλξης για πολλούς επισκέπτες που κάνουν μονοήμερες εκδρομές με κάποιο γραφείο από το Κούσκο. Εμείς ωστόσο, είχαμε την ευκαιρία να την απολαύσουμε αργότερα το απόγευμα, όταν οι ορδές των τουριστών είχαν ήδη φύγει. Οι τέσσερις φίλοι, καθίσαμε μόνοι και ανενόχλητοι στην ακτή της λίμνης και για αρκετά λεπτά μείναμε έκθαμβοι από την ομορφιά του τοπίου. Το χιονισμένο βουνό έστεκε επιβλητικό μπροστά στη πράσινη λίμνη, και πλήθος μεγάλων πουλιών πετούσε πολύ ψηλότερα πάνω από τα κεφάλια μας. Η λίμνη βρίσκεται στα 4200 μέτρα, ένα υψόμετρο που στη κυριολεξία σου κόβει την ανάσα. Όλα έμοιαζαν τόσο μαγικά που ένιωσα την ανάγκη να βουτήξω στα παγωμένα νερά της λίμνης.
Μετά από την αξέχαστη αυτή βουτιά, που γρήγορα με επανέφερε στη πραγματικότητα, θέλησα να ανέβω στο διπλανό ύψωμα και να απολαύσω για λίγο τη θέα και από την άλλη πλευρά της κοιλάδας. Σκαρφάλωσα για μερικά λεπτά και έφτασα στο στενό δρομάκι που οδηγούσε όλο και πιο κοντά στο πανύψηλο και παγωμένο βουνό Humantay. Ήταν ίσως ότι πιο όμορφο έχω αντικρύσει στη ζωή μου. Από τη μια πλευρά καταρράκτες που κατέβαιναν με ορμή τα μακρινά βουνά και σχημάτιζαν ποτάμια στη πράσινη κοιλάδα. Από την άλλη, η θέα της κρυστάλλινης λίμνης που έμοιαζε περισσότερο με μια μεγάλη τεχνίτη πισίνα. Και στη μέση, το βουνό του Humantay, σαν ένας πίνακας ζωγραφικής που όλοι έχουμε σε μια γωνιά του σπιτιού μας. Τα σύννεφα έμοιαζαν να είναι σε απόσταση αναπνοής, και αν τέντωνα λίγο το χέρι μου θα μπορούσα να τα φτάσω. Το κερασάκι στη τούρτα ήταν ένας τεράστιος κόνδορας που πέταξε πολύ κοντά μου, ένα πανέμορφο και σπάνιο πουλί που για χρόνια ταξιδεύοντας στη νότια Αμερική ήθελα να συναντησω.
Έμεινα εκεί, αποσβολωμένος στο ίδιο σημείο για ώρες. Ένιωσα γεμάτος ζωή, τόσο ευτυχισμένος που είχα τη τύχη και τη θέληση να βάλω τον εαυτό μου σε αυτό το απίθανο μέρος. Τέσσερα χρόνια ταξιδιών και δυσκολιών θα άξιζαν μόνο και μόνο για αυτή τη στιγμή. Έχεις νιώσει ποτέ τόσο γεμάτος από συναισθήματα, που ακόμη κι αν το ταξίδι της ζωής σου τελείωνε το επόμενο λεπτό δε θα σε ένοιαζε; Πως γνώρισες επιτέλους με τα μάτια σου και κυρίως με τη ψυχή σου, τη πραγματική ομορφιά αυτού του κόσμου, και όλοι οι φόβοι, οι ανησυχίες και το δράμα που έχεις χτίσει μοιάζουν πια τόσο μικρά και ανούσια; Αν η απάντηση είναι όχι, σου προτείνω να βγεις εκεί έξω και να το κυνηγήσεις. Δε μπορώ να φανταστώ κάποιο καλύτερο δώρο που θα μπορούσες να κάνεις στον εαυτό σου.
Λίγο πριν το ηλιοβασίλεμα γύρισα στον ξενώνα. Σε ένα διπλανό μικρό σπιτάκι, μια ντόπια γυναίκα μας ετοίμασε δείπνο και μοιράστηκε μαζί μας τις ιστορίες από τη περιπετειώδη ζωή της. Φάγαμε τη ζέστη σούπα και γυρίσαμε νωρίς στο δωμάτιο για να ξεκουραστούμε. Η θερμοκρασία το βράδυ ήταν πολύ χαμηλή, αλλά οι ζέστες κουβέρτες και η ανυπομονησία για την επόμενη μέρα μας βοήθησε να πέσουμε σε ένα βαθύ ύπνο.
Ημέρα δεύτερη της πεζοπορίας Σαλκαντάϊ: Από τη Soraypampa στο Chaullay.
Η δεύτερη μέρα της πεζοπορίας είναι και η μακράν πιο δυσκολη. Στο πρώτο κομμάτι της διαδρομής θα πρέπει να ανέβεις συνολικά 750 μέτρα, φτάνοντας τα 4700 μέτρα και πολύ κοντά στο επιβλητικό όρος Σαλκαντάϊ. Το παγωμένο τοπίο της κορυφής θα δώσει τη θέση του μέσα στην ημέρα σε καταπράσινες πεδιάδες, καθώς για να φτάσεις στη Chaullay και το επόμενο μέρος διανυκτέρευσης θα πρέπει να κατέβεις περίπου 1500 μέτρα! Η συνολική πεζοπορία θα διαρκέσει 7-10 ώρες, ανάλογα και με τη φυσική σου κατάσταση.
Καθώς είχαμε μπροστά μας μια μεγάλη ημέρα, το πρωινό ξύπνημα ήταν απαραίτητο. Για να καταπολεμήσουμε τη νόσο του υψομέτρου, ήταν σίγουρα χρήσιμο να ξεκινήσουμε τη μέρα με ένα τσάι από φύλλα κόκας. Τα φύλλα κόκας είναι απόλυτα νόμιμα, και αποτελούν τη κυρία αγροτική απασχόληση εδώ και χιλιάδες χρόνια για μεγάλο μέρος του πληθυσμού στο Περού και τη Βολιβία. Εκτός από τη μεγάλη βοήθεια με τα προβλήματα του υψομέτρου, είναι πλούσια σε βιταμίνες και θρεπτικά συστατικά, προσφέρουν ενέργεια και έχουν ισχυρή αντικαταθλιπτική δράση. Οι Ίνκας το θεωρούσαν ιερό φυτό και το χρησιμοποιούσαν στη καθημερινότητα τους για να καταφέρουν όλα τα εμβληματικά έργα στη διάρκεια της ιστορίας τους. Είναι επιστημονικά αποδεδειγμένο ότι δεν έχουν καμία τοξικότητα ή εθιστική δράση. Δυστυχώς όμως, η σύνδεση των φυλλων κόκας με τη παραγωγή της κοκαΐνης (η οποία είναι μια περίπλοκη διαδικασία με τη χρήση πολλών επιβλαβών χημικών όπως η αμμωνία και ο ασβέστης) σταμάτησε τις περαιτέρω έρευνες και χρήσεις από τη δυτική ιατρική. Άλλο ένα ατυχές παράδειγμα, όπου η επιστημονική γνώση και ιατρική απαρνήθηκε τη δύναμη των φυσικών προϊόντων, και στράφηκε στη χρήση τεχνητών φαρμακευτικών σκευασμάτων.
Η πεζοπορία ξεκίνησε στις 7 το πρωί, και μετά από 4 περίπου ώρες εξαντλητικής ανάβασης κατάφερα να φτάσω στη κορυφή της ημέρας. Ένα απόκοσμο αλλά γοητευτικό τοπίο με τριγύριζε, με σύννεφα και χιονισμένες κορυφές να σκεπάζουν τον ουρανό. Ήταν ώρα να ξεκινήσω τη μακριά κατάβαση. Μετά από 1-2 περίπου ώρες σε αυτή τη διαδρομή, το περιβάλλον άλλαξε δραματικά, και πυκνή βλάστηση στόλισε τη πεζοπορία. Μικρά χωριουδάκια ξεπηδούσαν ανάμεσα στη διαδρομή και έδιναν τη δυνατότητα για ένα διάλειμμα και μεσημεριανό. Η ώρα πέρασε ευχάριστα και γρήγορα στο όμορφο αυτό τοπίο, και μέσα σε λίγες ωρες, εγώ και οι τρεις φίλοι φτάσαμε αρκετά κουρασμένοι στο Chaullay, όπου θα περνούσαμε τη νύχτα.
Οι επιλογές διαμονής ήταν αρκετές, με το κόστος για ένα ιδιωτικό δωμάτιο δύο ατόμων περίπου στα 7 ευρώ ανά άτομο. Το δείπνο θα κόστιζε αλλά 4 περίπου ευρώ. Παρέχονταν επίσης ζεστό μπάνιο για 3 επιπλέον ευρώ, ακόμη και η δυνατότητα για wifi με έξτρα 3 περίπου ευρώ. Το ίντερνετ ωστόσο, και η άμεση σύνδεση με τον έξω κόσμο, φάνταζε κάτι που σίγουρα δε θα ήθελα σε αυτό το απομονωμένο χωριουδάκι στις περουβιανές Άνδεις. Άλλωστε δεν υπήρχε καλύτερη ψυχαγωγία για το απόγευμα, από το να ξαπλώσω στο κρεβάτι της μικρής καλύβας και να βλέπω μπροστά από τη πόρτα να περνούν δεκάδες άλογα με τους ντόπιους αναβάτες.
Ημέρα τρίτη της πεζοπορίας Σαλκαντάϊ: Από το Chaullay στη Lucmabamba.
Η τρίτη μέρα της πεζοπορίας Σαλκαντάϊ είναι σαφώς ευκολότερη από τη προηγούμενη, καθώς θα πρέπει να διασχίσεις συνολικά 18 χιλιόμετρα με σταθερή κατάβαση συνολικά περίπου 800 μέτρων. Η διαδρομή ακολουθεί σε μεγάλο μέρος το ποταμό και προσφέρει όμορφο φυσικό τοπίο με ποικίλες καλλιέργειες από granadilla (ίσως το αγαπημένο μου φρούτο στη νότια Αμερική).
Πλησιάζοντας τη Lucmabamba, θα νιώσεις χαμένος ανάμεσα στις πυκνές φυτείες καφέ, και αν είσαι λίγο τυχερός και παρατηρητικός θα απολαύσεις το θέαμα πολλών κολιμπρί και πολύχρωμων πεταλούδων. Στο μικρό χωριό της Lucmabamba, υπάρχουν αρκετές επιλογές διανυκτέρευσης, κυρίως σε φάρμες καφέ, όπου μπορείς να κατασκηνώσεις ή να βρεις επιλογές διαμονής σε παρόμοιες τιμές με όλη τη διαδρομή. Δεν χρειάζεται να κλείσεις νωρίτερα το δωμάτιο σου, καθώς είναι προτιμότερο να επιλέξεις επί τόπου το μέρος που σου αρέσει περισσότερο.
Εγώ και οι φίλοι μου, επιλέξαμε το Lucmabamba lodge και μείναμε ενθουσιασμένοι από την εξυπηρέτηση και τη γαλήνη του μέρους. Ένας μεγάλος κήπος με κότες να τριγυρνούν ξέγνοιαστες ανάμεσα στα δένδρα καφέ, ήταν το τέλειο μέρος για να ξεκουραστούμε από τις συνεχείς πεζοπορίες. Το κόστος για ένα δωμάτιο, βραδινό και πρωινό ανέρχονταν μόλις στα 12 περίπου ευρώ. Αν βρεθείς εκεί, πες στη γλυκύτατη ιδιοκτήτρια χαιρετίσματα από το Γιώργο απ’ την Ελλάδα, σίγουρα θα χαρεί να ακούσει ξανά για τους προηγούμενους φιλοξενούμενους της.
Ημέρα τέταρτη της πεζοπορίας Σαλκαντάϊ: Από τη Lucmabamba στο Mandor, μια ανάσα από το Μάτσου Πίτσου.
Η τελευταία ημέρα της διαδρομής επιτέλους έφτασε! Πρωινό ξεκίνημα για να απολαύσεις το κελάηδισμα των πουλιών στη πυκνή βλάστηση που θα σε συνοδεύσει τη σημερινή ημέρα.
Μετά από 2 περίπου ώρες περπάτημα, θα βρεθεις στα ερείπια της Llactapata, ένα σημαντικό μνημείο της αρχιτεκτονικής των Ίνκας. Το πέτρινο αυτό οικοδόμημα, θα χρησιμοποιούσαν οι Ίνκας ως σημείο ανεφοδιασμού αλλά και διανυκτέρευσης στο ταξίδι τους για το Μάτσου Πίτσου. Ακριβώς μπροστά στα ερείπια, προσφέρεται μια μοναδική θέα του όρους Μάτσου Πίτσου και Χουάινα Πίτσου. Σε αυτό το εντυπωσιακό σημείο ξόδεψα αρκετό χρόνο θαυμάζοντας για πρώτη φορά την επιβλητικότητα και τον εντυπωσιακό σχηματισμό των δύο βουνών. Ο οικισμός του Μάτσου Πίτσου ωστόσο βρίσκεται από την άλλη πλευρά, και δεν είναι ορατός από αυτό το σημείο.
Συνεχίζοντας την σχετικά εύκολη πεζοπορία για δύο περίπου ώρες θα φτάσεις στο σημείο όπου θα χρειαστεί να δηλώσεις το όνομα, διαβατήριο και χώρα προέλευσης για την είσοδο στη περιοχή του Μάτσου Πίτσου. Σύντομα, θα βρεθείς στην Υδροελέκτρικα, το μέρος όπου αποβιβάζονται οι επισκέπτες που καταφθάνουν με το τρένο. Πλήθος πωλητών κάθε λογής και ταξιδιωτών από όλο το κόσμο κατακλείζουν το σταθμό. Μια εντελώς διαφορετική ατμόσφαιρα, και η πρώτη επαφή με το πολιτισμό μετά από τέσσερις μέρες γαλήνης στη πεζοπορία Σαλκαντάϊ.
Συνήθως, οι επισκέπτες επιλέγουν να περάσουν τη τελευταία νύχτα πριν την επίσκεψη στο Μάτσου Πίτσου στο χωριό Άκουας Καλιέντες. Αν και το χωριό είναι γραφικό, με πολλές επιλογές διαμονής και διατροφής, είναι ωστόσο αρκετά τουριστικό και ακριβό. Επιλέξαμε να ξοδέψουμε τη νύχτα στη περιοχή του Μάντορ, που βρίσκεται λίγο πιο απομονωμένο στο πράσινο τοπίο κοντά στην είσοδο του Μάτσου Πίτσου. Η επιλογή αποδείχθηκε ιδιαίτερα επιτυχημένη, ειδικά όταν είδαμε το δωμάτιο μας στο Mandor Lodge. Το μπαλκόνι ήταν πνιγμένο στη βλάστηση, με το συνεχή ήχο του ποταμού στα αυτιά μας ακριβώς μπροστά στον ξενώνα.
Η μέρα της επίσκεψης στο Μάτσου Πίτσου.
Η μεγάλη μέρα επιτέλους έφτασε, η μέρα όπου το όνειρο ζωής να επισκεφτώ το θαύμα του Μάτσου Πίτσου θα γινόταν πραγματικότητα.
Το εισιτήριο μου, είχε ως ώρα εισόδου τις 8 το πρωί, επομένως θα ξεκινούσα από το δωμάτιο στο Μάντορ γύρω στις 6 για να έχω αρκετό χρόνο διαθέσιμο. Για να φτάσει κανείς στο σημείο εισόδου στο Μάτσου Πίτσου, μπορεί να πληρώσει το ειδικό λεωφορείο που αναχωρεί από το Άκουας Καλιέντες, ή θα πρέπει να επιχειρήσει την απότομη ανάβαση για μια περίπου ώρα στα εκατοντάδες σκαλιά κοντά στο μνημείο.
Αφού ανέβηκα ανυπόμονος τα σκαλιά αυτά, έφτασα με τους φίλους μου στο τελικό σημείο εισόδου στα ερείπια του Μάτσου Πίτσου. Εκεί, θα έπρεπε να περιμένουμε για μερικά λεπτά ώσπου να φτάσει η κατάλληλη ώρα που αναγράφεται στο ηλεκτρονικό εισιτήριο. Πλήθος επισκεπτών χωρίς ηλεκτρονικό εισιτήριο είχαν ήδη στήσει ουρά για να προμηθευτούν το δικό τους. Κάθε εισιτήριο σου επιτρέπει να διασχίσεις μόνο μια από τις 4 διαδρομές στον οικισμό και συμπεριλαμβάνει την ανάβαση σε ένα από τα τρία γύρω βουνά με θέα στα ερειπια. Είναι καλό να διαβάσεις ποια διαδρομή και πιο βουνό προτιμάς για να μην απογοητευτείς όταν φτάσεις στο μνημείο. Στην είσοδο, μπορείς επίσης να βρεις κάποιον ξεναγό, που θα σε συνοδεύσει στα ερείπια και θα εξηγήσει την ιστορία, με κόστος περίπου 20 ευρώ ανά άτομο.
Η ώρα έφτασε και πέρασα τον έλεγχο στη κεντρική είσοδο. Μη ξεχάσεις το διαβατήριο σου, καθώς δε θα σου επιτραπεί να εισέλθεις! Ανέβηκα τα τελευταία σκαλιά και σε μερικά λεπτά αντίκρισα για πρώτη φορά την εικόνα που για χρόνια είχα χτίσει στο μυαλό μου. Καμία φαντασία ή φωτογραφία όμως δε μπορούσε να συγκριθεί με τη πραγματικότητα. Τα περίπλοκα τείχη και οι χαρακτηριστικοί περίτεχνοι οικισμοί απλώνονταν μπροστά στα μάτια μου. Μέρος τους ήταν κρυμμένο από πυκνά σύννεφα που προσέδιδαν μια μυστηριώδη ατμόσφαιρα. Εξίσου εντυπωσιακά με τα ερείπια του Μάτσου Πίτσου ήταν τα γύρω βουνά. Σε πολύ περίεργους σχηματισμούς έμοιαζαν ζωντανά, έτοιμα να σου μιλήσουν. Γρήγορα καταλαβαίνεις γιατί οι Ίνκας επέλεξαν αυτό το μοναδικό στη γη μέρος για να χτίσουν την ιερή πόλη τους.
Τα σύννεφα γρήγορα απομακρύνθηκαν και αποκάλυψαν όλο το μεγαλείο του Μάτσου Πίτσου. Ξεκινήσαμε να περπατάμε κατά μήκος της διαδρομής που αναλογούσε στο εισιτήριο μας, και να παρατηρούμε με μεγαλύτερη προσοχή κάθε κτίριο και τους ναούς των Ίνκας. Διαθέτεις 2 ώρες για να ολοκληρώσεις τη διαδρομή και να φτάσεις στην έναρξη του βουνού που μπορείς να σκαρφαλώσεις και να δεις τη θέα. Πάρε το χρόνο σου κατά μήκος του μνημείου, και αγνόησε τους φύλακες οι οποίοι συνεχώς θα σε παρακινούν να προχωρήσεις. Μη ξεχνάς ότι δε μπορείς να γυρίσεις πίσω στη διαδρομή, επομένως θα ήταν καλό να απολαύσεις κάθε βήμα.
Στο βουνό θα έχεις επιπλέον διαθέσιμες δύο ώρες για να θαυμάσεις την ομορφιά του τοπίου. Θεωρώ ότι ήταν αρκετός χρόνος, και έδωσε την ευκαιρία στη παρέα μας να μοιραστούμε όσες ιστορικές και αρχιτεκτονικές γνώσεις έχει ο καθένας για το θαύμα του Μάτσου Πίτσου, καθώς το παρατηρούσαμε από ψηλά.
Ήταν ένας ακόμη προορισμός που δύσκολα μπορείς να ξεχάσεις ή μπορείς να συγκρίνεις με οποιοδήποτε άλλο μέρος του κόσμου. Ναι, το Μάτσου Πίτσου είναι πολύ τουριστικό, θα δεις ορδές επισκεπτών κάθε ηλικίας από όλο το κόσμο, αλλά δεν παύει να είναι ένα ιερό μέρος απαράμιλλης ομορφιάς. Και ο Παρθενώνας είναι πολύ τουριστικός, αλλά η ενέργεια που δίνει σε κάθε επισκέπτη είναι ασύγκριτη. Τέλος, θα πρόσθετα ότι οι σπουδαίοι προορισμοί, γίνονται ακόμη πιο μοναδικοί όταν κουράζεσαι για να τους φτάσεις. Σε αυτή τη περιπέτεια 5 ημερών, επιβεβαιώθηκε μέσα μου για μια ακόμη φορά ότι το ταξίδι είναι πιο σημαντικό από το προορισμό. Κάθε βήμα που με έφερνε πιο κοντά στο Μάτσου Πίτσου έχτισε συναισθήματα, αναμνήσεις, φιλίες και εμπειρίες που θα με συνοδεύουν για μια ζωή.